dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σεξουαλικές μειονότητες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sexuelle Minderheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σεξουαλική μειονότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
sexuelle Minderheit
Ⓦ
Ⓖ
…